ΜΕΧΡΙ ΤΩΡΑ

2021-09-25

Κεφάλαιο 1: Μη σε πιάσει η μαμά

Ξημέρωνε και οι ακτίνες του ήλιου έμπαιναν δειλά δειλά από τις γρίλιες. Η Ελενίτσα σηκώθηκε από το κρεβάτι της. Ίσιαξε τις ροζ πυτζάμες της και φόρεσε τις λαχανί παντοφλίτες της. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και χαμογέλασε. "Σήμερα είναι Σάββατο", σκέφτηκε, "θα ετοιμαστώ γρήγορα και θα πάω στο πάρκο να παίξω με τις φίλες μου." Τότε ένας θόρυβος ακούστηκε έξω από την πόρτα του δωματίου της. Ένα...ντουπ...σαν να έπεσε κάτι. Η Ελένη τρόμαξε.

  Η Ελένη έτρεξε γρήγορα, άνοιξε την πόρτα του δωματίου και τι να δει...ένας νάνος ήταν ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς στο πάτωμα και δίπλα του η κατσαρόλα της μαμάς. Η μαμά της Ελένης την είχε βάλει εκεί το προηγούμενο βράδυ που έβρεχε κι έσταζε στο διάδρομο. Βλέπετε η Μελένια, η γάτα της κυρίας Ριρής από δίπλα ανέβαινε συνέχεια στα κεραμίδια και κυνηγούσε τα πουλάκια..αλλά με τόσο κυνηγητό χάλασε τα κεραμίδια από τη σκεπή της Ελένης κι έτσι τώρα τα νερά έτρεχαν μέσα στο σπίτι.

Ο νάνος σηκώθηκε γρήγορα, στάθηκε στις μπλε μπότες του,τίναξε την πορτοκαλί μπλούζα και το πράσινο παντελόνι του και έσιαξε το κόκκινο καπέλο του που είχε ζαρώσει από την πτώση. Τα μάγουλα του είχαν ανάψει και κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια την Ελένη. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα σιωπής κι αμηχανίας κι αμέσως μετά..

- Μαμάααααα... φώναξε τρομαγμένη η Ελένη.

-Όχι όχι μη φωνάζεις, δε θα σε πειράξω, θα φύγω αμέσως, δεν έπρεπε να με δεις, είπε ο νάνος αγχωμένος και έκανε να φύγει όταν άκουσε τη μαμά της Ελένης να ανεβαίνει τη σκάλα γρήγορα, φωνάζοντας

-Ελένη, έρχομαι τι έπαθες;

Ο νάνος αμήχανος παρακαλούσε την Ελένη να μην τον μαρτυρήσει. Τότε εκείνη άνοιξε την πόρτα του δωματίου και του έκανε νόημα να μπει γρήγορα μέσα. Η μαμά έφτασε στο τελευταίο σκαλί και είδε την Ελένη να στέκεται εκεί κατακόκκινη. -Τι έπαθες και φωνάζεις, είσαι καλά; ρώτησε.

-Ναι μια χαρά είμαι τώρα, απλά έκανα να βγω από το δωμάτιο, ξεχάστηκα ,σκόνταψα στην κατσαρόλα και τρόμαξα, αυτό είναι όλο.

Η μαμά την κοίταξε λίγο περίεργα.

-Είμαι καλά όμως τώρα, θα ντυθώ και θα κατέβω σε λιγάκι, βιάστηκε να συμπληρώσει το κορίτσι.

-Καλά πάω να ετοιμάσω το πρωινό σου μην αργείς, είπε η μαμά κατεβαίνοντας τις σκάλες.

Η Ελένη μπήκε γρήγορα μέσα στο δωμάτιο. Ο νάνος φανερά αγχωμένος πήγαινε πέρα δώθε στο δωμάτιο και μονολογούσε.

-Ησύχασε η μαμά έφυγε. Ποιος είσαι; Τι είσαι; ρώτησε η Ελένη.

-Είμαι ο Ρούμπεν και είμαι νάνος. Έρχομαι από το μαγεμένο δάσος.Έχω μια μεγάλη αποστολή. Πρέπει να σώσω τη νεράιδα Συννεφένια.

-Μαγεμένο δάσος, νάνος, νεράιδα;;; Μα τι είναι αυτά που μου λες; ρώτησε έκπληκτη η Ελένη.

-Όμως τώρα με είδες και θα με μαρτυρήσεις και δε θα μπορέσω να σώσω τη Συννεφένια ούτε τα ξαδέρφια μου και θα μείνουμε όλοι νηστικοί, κλαψούριζε τώρα ο νάνος.

-Στάσου ένα λεπτό, έλα κάθισε.Ηρέμησε.Δε θα σε μαρτυρήσω, μα πρέπει να μου τα πεις όλα από την αρχή για να καταλάβω τι γίνεται, είπε με ήρεμη φωνή η Ελένη προσπαθώντας να τον ηρεμήσει και του έκανε νόημα να κάτσει στην καρέκλα δίπλα στο παράθυρο.

Ο νάνος τότε άρχισε να διηγείται την ιστορία του.

-Όπως σου είπα έρχομαι από το μαγεμένο δάσος. Εκεί ζουν όλα τα πλάσματα για τα οποία διαβάζεις στα παραμύθια. Οι νάνοι ζούμε στην περιοχή των μαργαριτολούλουδων, ακριβώς δίπλα στη μεγάλη λίμνη. Είναι ένα πανέμορφο μέρος. Δημιουργήθηκε πριν πολλούς αιώνες από τον νάνο Κόλπ και ένα μπλε ξωτικό τον Ντάντε και το διατηρούμε μέχρι και σήμερα. Προσπαθούμε δηλαδή. Για να σου δώσω να καταλάβεις ο Ντάντε ήταν ένα από τα ξωτικά του ουράνιου τόξου. Βλέπεις οι νάνοι με τα ξωτικά είναι ξαδέρφια και πολύ δεμένα μάλιστα. Οι μεν προσέχουν τους δε και το αντίστροφο. Κάθε φορά που βγαίνει ένα ουράνιο τόξο, τα ξωτικά δουλεύουν πάνω σε αυτό και δημιουργούν χρωματιστά μαργαριτάρια, κόκκινα, μπλε, πράσινα, όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Οι νάνοι παίρνουν αυτά τα μαργαριτάρια και τα καλλιεργούν. Είναι πολύτιμα τα λουλούδια που βγαίνουν γιατί γίνονται τροφή για τα περισσότερα μαγικά πλάσματα του δάσους. Τώρα όμως όλα αυτά θα χαθούν και για όλα φταίει ο ψηλός μαύρος μάγος. Είναι πολύ κακός. Έκλεψε τη νεράιδα Συννεφένια. Χωρίς αυτή δεν μπορεί να δημιουργηθεί η βροχή και χωρίς βροχή δε βγαίνει ουράνιο τόξο, άρα δε φτιάχνουν τα ξωτικά μαργαριτάρια και δε φυτρώνουν μαργαριτολούλουδα. Όλα θα καταστραφούν. Πολλά πλάσματα θα χαθούν από την πείνα. Η αποστολή μου είναι να πάω στο τετράγωνο βουνό που ζει η βασίλισσα νεράιδα και να την ενημερώσω για όλα όσα συνέβησαν. Εκείνη θα ξέρει τι να κάνει. Όπως καταλαβαίνεις εξαρτώνται πολλά από μένα κι εγώ τα έκανα θάλασσα. Εκείνη η γάτα φταίει.

-Ποια γάτα, η Μελένια; Τι σου έκανε; απόρησε η Ελένη που είχε μείνει αποσβολωμένη να ακούει τα έκπληκτα πράγματα που της έλεγε ο Ρούμπεν.

-Μελένια τη λένε; Ε, αυτή. Με κυνήγησε... και θα με είχε πιάσει αν δεν τρύπωνα μέσα στο σπίτι σας. Όμως τώρα τα χάλασα όλα γιατί με είδες και θα με μαρτυρήσεις.

-Τίποτα δε χάλασες, μην ανησυχείς. Δεν πρόκειται να σε μαρτυρήσω πουθενά. Ίσα ίσα θέλω και να σε βοηθήσω να πάμε στη βασίλισσα νεράιδα μαζί.

-Αλήθεια θέλεις να με βοηθήσεις; Μα πως θα βγούμε από το σπίτι χωρίς να με δει η μαμά σου; ρώτησε ο Ρούμπεν ο οποίος είχε αρχίσει να χαμογελάει δειλά.

-Έχω μια ιδέα,είπε η Ελένη και του έκλεισε το μάτι.

Πλησίασε στα παιχνίδια της κι έβγαλε ένα μεγάλο καλάθι που είχε. Άδειασε από μέσα όλες τις κούκλες.

-Έλα μπες, του έκανε νόημα. Θα στριμωχτείς λίγο αλλά θα χωρέσεις. Θα πω στη μαμά μου ότι πάω για πικ νικ στο πάρκο. Παίζω συχνά αυτό το παιχνίδι.

-Είσαι σίγουρη πως θα πιάσει;

-Μα ναι σου λέω.

Μην έχοντας άλλη λύση στο μυαλό του ο Ρούμπεν ακολούθησε τις οδηγίες και στριμώχτηκε στο καλάθι όσο η Ελένη ετοιμαζόταν στο μπάνιο.
Η Ελένη έκανε να σηκώσει το καλάθι, μα ήταν βαρύ και το ακούμπησε αμέσως κάτω. Ο νάνος από μέσα τραντάχτηκε. Η Ελένη πήρε βαθιά ανάσα και ξαναπροσπάθησε. Πάλι τα ίδια.

-Τι γίνεται; ψιθύρισε ο Ρούμπεν από το καλάθι.

-Είσαι λιγάκι βαρύς. Κάτσε, θα το σύρω μέχρι την πόρτα.

Έσκυψε και έσπρωξε το καλάθι μέχρι την πόρτα του δωματίου, άνοιξε την πόρτα και το έσυρε έξω. Συνέχισε να σπρώχνει ώσπου έφτασε στη σκάλα. Ε, τώρα πια έπρεπε να το σηκώσει για να κατέβουν τα σκαλοπάτια. Μάζεψε ψηλά τα μαλλιά της, σήκωσε τα μανίκια, πήρε μια βαθιά ανάσα και σήκωσε ψηλά το καλάθι. Με το που έκανε όμως να κατέβει....τσααακ.. σπάει το χερούλι και το καλάθι βρέθηκε να κατρακυλάει στις σκάλες...μπαμ..μπουμ...τσακ..νταπ..ντουπ... Μέσα ο Ρούμπεν γυρνούσε και κοπανιόταν σα να βρίσκεται σε πλυντήριο, την ώρα που πλένει ρούχα... μπροστά το καλάθι και πίσω η Ελένη. Στο τελευταίο σκαλί έκανε ένα ..πλααφ και ο Ρούμπεν πετάχτηκε έξω από το χιλιοσπασμένο καλάθι. Δίπλα του έτρεξε η Ελένη να δει αν είναι καλά.

-Είσαι εντάξει;

Ο Ρούμπεν κατακόκκινος και γεμάτος μελανιές δεν είχε κουράγιο να μιλήσει, παρά μόνο κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Έπειτα η Ελένη τον βοήθησε να σηκωθεί.

Ήταν βέβαιο πως σε λίγα δευτερόλεπτα θα ερχόταν και η μαμά να δει από που ακούστηκε αυτός ο θόρυβος...μα δεν έγινε έτσι. Αντί να βγει τρέχοντας από την κουζίνα, η μαμά μπήκε ήρεμη από την πόρτα του κήπου κρατώντας ένα μεγάλο τάπερ στα χέρια. Η Ελένη κρυφοκοίταξε. Για καλή τους τύχη η μαμά δεν είχε ακούσει τίποτε γιατί ήταν έξω στην αυλή. Ο Ρούμπεν σηκώθηκε ζαλισμένος.

Η Ελένη έκανε νόημα στο Ρούμπεν να κρυφτεί πίσω από τη σκάλα. Έπειτα πήρε στα χέρια της το σπασμένο καλάθι και μπήκε στην κουζίνα.

-Έλα να δεις! Η κυρία Ριρή με φώναξε να μου δώσει αυτό το γλυκό. Θέλει να μας γλυκάνει για τις ζημιές που μας κάνει η Μελένια...,είπε η μαμά της Ελένης που είχε ήδη ανοίξει το τάπερ και δοκίμαζε.., Μμμ....φρεσκότατη πουτίγκα...έλα να φας λίγο.

Έσκυψε προς το μέρος της Ελένης και είδε το καλάθι.

-Τι έγινε; Πώς χάλασε;

-Να, ήθελα να πάω για πικ νικ αλλά έβαλα πολλά παιχνίδια, βάρυνε και στις σκάλες μου έπεσε. Όμως μην ανησυχείς τα μάζεψα όλα τα παιχνίδια αλλά τώρα πως θα πάω στο πάρκο που με περιμένουν οι φίλες μου; Μήπως να μου έδινες το μεγάλο καλάθι από την αποθήκη; Θα το προσέχω πολύ.

Η μαμά στην αρχή αρνήθηκε αλλά μετά από πολλά παρακάλια δέχτηκε και πήγε να φέρει το καλάθι.

Αυτή ήταν η ευκαιρία τους. Ο Ρούμπεν ακόμη ζαλισμένος βγήκε από την κρυψώνα και κουτσαίνοντας λιγάκι από το δεξί πόδι πλησίασε την εξώπορτα όπως του είχε υποδείξει η φίλη του. Η Ελένη τότε φώναξε στη μαμά της, για να την ακούσει μέσα στην αποθήκη, "τελικά δε θέλω καλάθι, θα παίξω με τη μπάλα, τα λέμε το μεσημέρι", κι έτρεξε να βγει από το σπίτι με το Ρούμπεν.

Έκλεισαν την πόρτα πίσω τους και έτρεξαν γρήγορα στο μικρό δασάκι πίσω από το σπίτι για να μην τους δει κανείς.

Τα είχαν καταφέρει, είχαν βγει από το σπίτι χωρίς να τους πάρει χαμπάρι κανείς. Είχαν ξεπεράσει τα εμπόδια ή μήπως τώρα ξεκινούσε η πραγματική περιπέτεια τους;

Κεφάλαιο 2

Περπατώντας ευθεία στο δασάκι οι φιλοί μας, έφτασαν μπροστά σε ένα παλιό πηγάδι. Είχε στερέψει εδώ και χρόνια και το είχαν σκεπάσει με μία μεγάλη πέτρα. Ο Ρούμπεν έσπρωξε την πέτρα. Η Ελένη τον βοήθησε. Έπειτα, άνοιξε την τσάντα του κι έβγαλε από μέσα ένα λαμπερό γαλάζιο φύλλο. Το έτριψε πάνω από το πηγάδι και η αστραφτερή σκόνη του έπεσε μέσα στην τρύπα του πηγαδιού.

-Τι ήταν αυτό; ,ρώτησε η Ελένη που είχε θαμπωθεί από τη λάμψη του.

-Μαργαριτολούλουδο, δηλαδή ένα κομμάτι απο αυτό. Θα μας βοηθήσει να καλέσουμε τη Νίλα. Αυτή θα μας πάει στη βασίλισσα νεράιδα.

-Και ποια είναι η Νίλα..; ,δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση η Ελένη κι ένα πανέμορφο αστραφτερό γαλαζοπράσινο δελφίνι πετάχτηκε από το πηγάδι και στάθηκε στην άκρη του.
-Νίλα, καλή μου φίλη πόσο χαίρομαι που σε βλέπω, είπε ο νάνος κι αγκάλιασε τη γαλάζια φίλη του. Σε χρειάζομαι, πρέπει οπωσδήποτε να πάω στη βασίλισσα νεράιδα.

Το δελφίνι φανερά χαρούμενο που έβλεπε τον παλιό της φίλο, έσκυψε και του γουργούρισε στο αυτί.."γουρ..γουρ..γρουου..γορ"..κι έπειτα χαμήλωσε τη ράχη του.
-Έλα ανέβα, άντε μην αργείς. Θα μας βοηθήσει είπε. Θα μας πάει μέχρι τους ξανθούς καταρράκτες, είπε ο Ρούμπεν στην Ελένη καθώς σκαρφάλωνε πάνω στο δελφίνι. Η Ελένη δίστασε κάπως.

-Μα πως θα μας πάει; Από πού; Δεν καταλαβαίνω.

-Μα φυσικά κολυμπώντας μέσα από το πηγάδι. Δελφίνι είναι...τι περίμενες, να πετάξει; Αυτό το κάνουν τα ξαδέρφια του τα φτερίνια.

-Μα το πηγάδι δεν έχει νερό, αν πέσουμε μέσα θα χτυπήσουμε..και τι είναι αυτά τα φτερίνια;

Η Ελένη είχε αρχίσει να τα χάνει. Όσο μεγάλη ήταν η έκπληξη της από τα όσα θαυμαστά και μαγικά άκουγε κι έβλεπε, άλλο τόσος ήταν κι ο φόβος για το άγνωστο που είχε αρχίσει να την κυριεύει. Ο φίλος της κατάλαβε την αγωνία της. Κατέβηκε από τη Νίλα και την πλησίασε.

-Καταλαβαίνω, όλα αυτά σου φαίνονται περίεργα κι απίστευτα. Και είναι όντως έτσι. Κάθετι μαγικό είναι απίστευτο...μα μόνο για αυτούς που δε θέλουν να πιστέψουν. Δεν ήταν στο σχέδιο μου να με βρεις, όμως τώρα κοίτα με, είμαι εδώ. Να, πιάσε το χέρι μου, είμαι αληθινός κι έχω μια απόστολη. Παρόλο που μ' αρέσει η παρέα σου, ήδη με βοήθησες αρκετά, ίσως είναι καλύτερα να συνεχίσω μόνος από δω και πέρα. Αρκετά σε ταλαιπώρησα.

Η Ελένη το σκέφτηκε. Μα πως θα μπορούσε να αφήσει μια τέτοια μαγική εμπειρία; Έπιασε το Ρούμπεν από το χέρι, του χαμογέλασε και πήγε να ανέβει στη ράχη της Νίλα.

-Στάσου ένα λεπτό, είπε ο Ρούμπεν και άνοιξε την τσάντα του. Ψαχούλεψε λιγάκι για να βρει το καφέ παγουράκι που ήθελε. Το έδωσε στην Ελένη.

-Να, πιες λίγο από αυτό. Θα σου χρειαστεί εκεί που πάμε.

-Τι είναι αυτό; απόρησε η Ελένη.

-Μαγικός χυμός. Φτιάχνεται από τις ρίζες των μαργαριτολούλουδων. Αυτές που είναι δίπλα στο ποτάμι. Τις μαζεύουν ειδικά εκπαιδευμένοι κάστορες. Θα σε βοηθήσει να αναπνέεις στο νερό.

Η Ελένη κοίταξε με δυσπιστία το παγούρι. "Όλα είναι μαγικά. Αν δε δοκιμάσω δε θα μάθω", σκέφτηκε και ήπιε το χυμό. Έπειτα ανεβήκαν και οι δυο στη Νίλα.

Το δελφίνι έκανε ένα ψηλό άλμα και βούτηξε ξανά με φόρα μέσα στο πηγάδι. Η κάθοδος τους ήταν έντονη. Έμοιαζε σαν να πέφτουν κάτω μιας και το νερό δε φαινόταν πουθενά. Η Ελένη είχε αλλάξει δέκα χρώματα από το φόβο της. Έσφιγγε με δύναμη το χέρι του Ρούμπεν ο οποίος φαινόταν να το διασκεδάζει. Τώρα πια είχαν κατέβει τόσο κάτω που μπορούσαν να διακρίνουν το στεγνό πάτο του πηγαδιού. Η Ελένη από το φόβο της έκλεισε με δύναμη τα μάτια. Όμως, η Νίλα λίγο πριν ακουμπήσει κάτω έστριψε απότομα και πέρασε μαγικά μέσα από τον τοίχο του πηγαδιού. Ένα δυνατό σπλααατς ήχησε στα αυτιά τους και μετά ηρεμία. Βρέθηκαν να κολυμπούν σε χρυσογάλανα νερά. Γύρω τους απλωνόταν ένας διαφορετικός θαλάσσιος κόσμος. Πολύχρωμα ψάρια όλων των ειδών, μεγάλα και μικρά κολυμπούσαν ανέμελα σαν να χόρευαν στο ρυθμό των κυμάτων. Πανέμορφα χρυσά λουλούδια και πορτοκαλί αστραφτερά κοράλλια διακοσμούσαν τα νερά. Κάποια έκρυβαν πίσω τους μικρές μωβ σπηλιές. Σε μία από αυτές μπήκε και η Νίλα. Ροζ και μωβ φώτα απλώνονταν στους τοίχους της σπηλιάς. Κολύμπησαν πιο μέσα. Στο βάθος το νερό φαινόταν να σταματά, σαν να χύνεται κάπου. Και όντως έτσι ήταν. Τα νερά της θάλασσάς έπεφταν σε ένα μεγάλο χώρισμα που υπήρχε ανάμεσα στα μεγάλα βράχια της σπηλιάς. Κάπου εκεί η Νίλα σταμάτησε.

-Έλα, ώρα να κατεβούμε, είπε ο Ρούμπεν και βοήθησε την Ελένη να κατέβει από το δελφίνι. Έπειτα χαιρέτησε τη θαλάσσια φίλη του που βούτηξε χαρούμενα στα νερά και χάθηκε.

-Τώρα περιμένουμε να έρθει. είπε ο νάνος.

Ποιόν περιμένουν οι φίλοι μας;

1) μία όμορφη γοργόνα

2)ένα γιγάντιο χταπόδι



Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε